- ὠδινολύτης
- ὠδῑνολύτης [pron. full] [ῠ], ου, ὁ,A setting free from pain, name of a kind of shell-fish, Plin.HN32.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωδινολύτης — ὁ, Α (ως ονομασία ψαριού) αυτός που απαλλάσσει από τους πόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠδίς, ῖνος + λύτης (< λύω), πρβλ. χρησμο λύτης] … Dictionary of Greek